- σιδερωτής
- και σιδηρωτής, ο, θηλ. -ώτρα και -ώτρια, Ναυτός που έχει ως επάγγελμα το σιδέρωμα ρούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω. Το θηλ. σιδερώτρια μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.